- οσφυαλγώ
- πάσχω από οσφυαλγία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οσφυαλγώ — (Α ὀσφυαλγῶ, έω) [οσφυαλγής] πάσχω από οσφυαλγία … Dictionary of Greek